- μαράθου
- μάραθονfennelneut gen sgμάραθοςfennelmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Malevizi — Gemeinde Malevizi Δήμος Μαλεβίζιου … Deutsch Wikipedia
αψέντι — (absinthe). Ποτό που προέρχεται από απόσταγμα αλκοόλης που περιέχει και σπέρματα γλυκάνισου και μάραθου και φύλλα α. Το α. είναι πλούσιο σε αλκοόλη (47 67%). Το ποτό αυτό, που παρασκευάζεται παραδοσιακά στην Τσεχία, συνδέθηκε με τους ρομαντικούς… … Dictionary of Greek
ιππομάραθον — ἱππομάραθον και ἱππομάραθρον, τὸ (Α) είδος άγριου μάραθου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + μάραθον] … Dictionary of Greek
μαραθάς — μαραθᾱς, ὁ (Α) [μάραθον] πωλητής μαράθου … Dictionary of Greek
μαραθίς — μαραθίς, ίδος, ἡ (Α) το φυτό ἱππομάραθον*, είδος άγριου μαράθου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάραθον + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. κανθαρ ίς, κεδρ ίς)] … Dictionary of Greek
μαραθοειδής — μαραθοειδής, ές (Α) αυτός που μοιάζει με μάραθο ή αυτός που προέρχεται από το είδος τού μαράθου. επίρρ... μαραθοειδῶς όπως το μάραθο, όμοια με το μάραθο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάραθον + ειδής*] … Dictionary of Greek
μαραθόσπορος — ο (Μ μαραθόσπορος) τα σπέρματα τού μαράθου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάραθο + σπόρος] … Dictionary of Greek
ούζο — το αλκοολούχο ελληνικό ποτό τής κατηγορίας τών μπράντυ, που, κατά την παραδοσιακή μέθοδο, παρασκευάζεται με διπλή απόσταξη στεμφύλων που έχουν υποστεί ζύμωση και με προσθήκη αρωματικών υλών, λ.χ. σπερμάτων γλυκάνισου, μάραθου κ.ά. [ΕΤΥΜΟΛ. Το… … Dictionary of Greek
Αγράφων, δήμος — Νέος δήμος (3.691 κάτ.) του νομού Ευρυτανίας, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Αγράφων, Βραγγιανών, Επινιανών, Μαράθου, Μοναστηρακίου, Τριδένδρου και Τροβάτου, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου … Dictionary of Greek
Αχελώου, δήμος — Νέος δήμος (1.690 κάτ.) του νομού Καρδίτσης, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Αργυρίου, Βραγκιανών, Καταφυλλίου και Μαράθου, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου ορίστηκε ο οικισμός Βραγκιανά … Dictionary of Greek